- δεκάτομος
- -η, -ο(για βιβλία) ο αποτελούμενος από δέκα τόμους.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1814 στον Στέφ. Κομμητά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεκάτομος — η, ο αυτός που αποτελείται από δέκα τόμους: Η καινούρια εγκυκλοπαίδεια είναι δεκάτομη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek
δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… … Dictionary of Greek